πολυκέλαδος

πολυκέλαδος
η , ο [ος , ον ]
1) много поющий (о птицах); 2) перен. много болтающий, болтливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυκέλαδος" в других словарях:

  • πολυκέλαδος — much sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκέλαδος — η, ο / πολυκέλαδος, ον, ΝΑ αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά νεοελλ. 1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ 2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλι… …   Dictionary of Greek

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»